Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ, η λειτουργία της BIS και ο ρόλος της στη κρίση του 2008

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ BIS 

Η τράπεζα των τραπεζών άρχισε να λειτουργεί κανονικά το 1945, αφού άλλαξε το καταστατικό της – έτσι ώστε όλες οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες, επίσης οι σοσιαλιστικές (με εξαίρεση τη Σοβιετική Ένωση και την Α. Γερμανία), να είναι μέλη της. Μεταξύ των ετών 1962 και 1971, το κεντρικό βάρος των δραστηριοτήτων της ήταν η καταπολέμηση των συναλλαγματικών κρίσεων, σε στενή συνεργασία με τους G10, όπου εκπροσωπούνταν οι κεντρικές τράπεζες των δέκα σημαντικότερων μελών του ΔΝΤ και της Ελβετίας (δεν ήταν τότε μέλος του Ταμείου).

Από το 1971, μετά το χρονικό σημείο δηλαδή που έπαψε να ισχύει ο κανόνας του χρυσού και η σύνδεση των νομισμάτων με το δολάριο, οι δραστηριότητες της BIS αφορούσαν κυρίως τις ευρωπαϊκές αγορές συναλλάγματος, την επίβλεψη των τραπεζών, καθώς επίσης των ασφαλιστικών εταιρειών.

Ουσιαστικά η BIS είναι μία διεθνής «οργάνωση», η οποία «ορίζεται» από το ιδιαίτερο status μίας ανώνυμης εταιρείας «εξειδικευμένου Δικαίου», με έδρα τη Βασιλεία και δύο υποκαταστήματα – στην πρωτεύουσα του Μεξικού και στο Χονγκ Κονγκ. Τα ίδια κεφάλαια της ήταν αρχικά 1,5 δις «χρυσά φράγκα», χωρισμένα σε 600.000 μετοχές, αξίας 2.500 «χρυσά φράγκα» η κάθε μία (ένα «χρυσό φράγκο» αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από 0,29 γραμμάρια καθαρού χρυσού).

Κατά τον επίσημο ισολογισμό της από τις 31.10.2010, το μετοχικό κεφάλαιο είναι χωρισμένο σε 547.125 μετοχές, αξίας 5.000SDR (Special Drawing Right) εκάστης. Το SDR είναι μία ειδική μονάδα μέτρησης, ένα ειδικό, δικό τους νόμισμα δηλαδή («Θεϊκό»), το οποίο χρησιμοποιεί το ΔΝΤ – στις 31.03.2009 το 1 SDR αντιστοιχούσε με 1,493 $, ενώ υπολογίζεται σε σχέση με ένα ειδικό καλάθι διαφόρων ισχυρών νομισμάτων (η στενή σχέση της τράπεζας των τραπεζών με το ΔΝΤ, τον εντολοδόχο του Καρτέλ, καθώς επίσης οι ειδικοί μέθοδοι μέτρησης/αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται από το Βατικανό του Κεφαλαίου, όπως αποκαλείται από κάποιους η BIS, είναι φανερή).

Οι μέτοχοι της είναι κεντρικές τράπεζες ενώ, παρά το καινούργιο καταστατικό της, υπάρχουν ακόμη μερικοί ιδιώτες-μέτοχοι, οι οποίοι δεν θέλουν να αποκαλυφθούν τα στοιχεία τους και δεν τους γνωρίζει κανένας «θνητός». Ο Πίνακας ΙΙ που ακολουθεί, αναφέρεται στα εξαιρετικά κερδοφόρα, στα εμφανή βέβαια αποτελέσματα της BIS, για το έτος χρήσης της που έληξε την 31.03.2010:

.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Αποτελέσματα χρήσεως 31.03.2009 – 31.03.2010, σε εκ. SDR

Στοιχεία

31.03.2010

31.03.2009

Σύνολο Ενεργητικού

*258.893,30

255.386,70

Καταθέσεις σε συνάλλαγμα

195.755,10

197.222,10

Καταθέσεις σε χρυσό

32.064,10

23.052,10

Ίδια Κεφάλαια

683,10

683,10

Καθαρό Κέρδος

**1.859,80

446,10

Κέρδος ανά μετοχή σε SDR

***3.405,40

816,80

Περίπου 258 δις SDR, ήτοι 384 δις $

** Περίπου 1,8 δις SDR. ήτοι 2,68 δις $

*** 3.405 SDR ή 5.083 $

Πηγή: Ισολογισμός BIS

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

.

Στη Γενική Συνέλευση, στο ανώτατο όργανο της τράπεζας, συμμετείχαν το 2001 συνολικά 49 κεντρικοί τραπεζίτες με δικαίωμα ψήφου. Εκτός από τις χώρες των G10, μέλη είναι η ΕΚΤ (1999), οι κεντρικές τράπεζες όλων των δυτικοευρωπαϊκών χωρών, αρκετές της Α. Ευρώπης και οι σημαντικότερες ασιατικές χώρες – περαιτέρω, οι μεγαλύτερες λατινοαμερικανικές τράπεζες, καθώς επίσης οι κεντρικές τράπεζες της Κίνας, της Ινδίας, της Σαουδικής Αραβίας και της Ν. Αφρικής.

Η BIS διαχειρίζεται, από τη θέση της σαν κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών, ένα μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων πάρα πολλών κρατών, καθώς επίσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τέλη του 2000, τα συναλλαγματικά αποθέματα που διατηρούνταν εκεί ήταν της τάξης του 7% των παγκοσμίων αποθεμάτων, με πελάτες της 120 κεντρικές τράπεζες.

Τα χρηματικά αποθέματα διατηρούνται σε κατάσταση «υψηλής ρευστότητας», έτσι ώστε να διατίθενται αμέσως, όταν χρειαστούν. Η BIS λειτουργεί επίσης σαν επενδυτική τράπεζα (Investment Bank) των κεντρικών τραπεζών, με στόχο την αύξηση των αποδόσεων τους από τα συναλλαγματικά τους αποθέματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε εκχωρεί βραχυπρόθεσμες «διευκολύνσεις», ενώ χρηματοδοτεί συνήθως δάνεια, τα οποία εγγυάται η Παγκόσμια Τράπεζα ή το ΔΝΤ.

Περαιτέρω η BIS είναι, με βάση το καταστατικό της, ένα φόρουμ διεθνούς συνεργασίας για χρηματοοικονομικά θέματα, καθώς επίσης για τα θέματα του χρυσού. Συμμετέχει σε διαδικασίες στήριξης των ευρωπαϊκών νομισμάτων ενώ, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, όπου έχουν αυξηθεί οι διασυνοριακές ροές των χρημάτων σε μεγάλο βαθμό, «εποπτεύει» επίσημα τις κινήσεις τους (προφανώς, με τις πληροφορίες που κατέχει, μπορεί να κερδίζει απεριόριστες ποσότητες χρημάτων).

Στον τομέα των ιδιωτικών τραπεζών, ασχολείται με τις συνθήκες εποπτείας τους (Βασιλεία Ι, ΙΙ, ΙΙΙ κλπ), όπως τα ελάχιστα ίδια κεφάλαια τους (8% του συνολικού τους ενεργητικού). Με τον τομέα των ασφαλιστικών εταιρειών ασχολείται η «διεθνής ένωση των Αρχών εποπτείας των ασφαλειών» (IAIS, μέλη 100 κράτη), η γραμματεία της οποίας έχει έδρα, από το 1988, στην BIS.

Ολοκληρώνοντας, η BIS ασχολείται με την έρευνα στους τομείς της πολιτικής χρήματος, εκδίδει μελέτες σε επιστημονικά έντυπα, καθώς επίσης γενικές οικονομικές αναλύσεις ανά τρίμηνο. Συγκεντρώνει στοιχεία από όλα τα μέλη της και τα εμφανίζει σε διεθνείς τραπεζικές στατιστικές, με ιδιαίτερη σημασία στην πρόβλεψη των κινδύνων υπερχρέωσης των κρατών, καθώς επίσης την έγκαιρη διαπίστωση μελλοντικών κρίσεων – σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. 

Τέλος, πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν κατάφερε να προβλέψει έγκαιρα την παρούσα οικονομική κρίση, η οποία ξεκίνησε (επίσημα) με την κατάρρευση της Lehman Brothers – παρά την οργάνωση, την ποιότητα και τις λεπτομερείς, παγκόσμιες πληροφορίες της. Άλλοι βέβαια πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο:

Ότι δηλαδή η ίδια την προκάλεσε, συντονίζοντας τις δυνάμεις όλου του τραπεζικού συστήματος, στα πλαίσια της ολοκληρωτικής επίθεσης του Καρτέλ εναντίον των αδύναμων χωρών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των εργαζομένων της «δύσης» – με στόχους είτε την υποδούλωση συγκεκριμένων χωρών (με τη βοήθεια της αποκρατικοποίησης της Πολιτικής), είτε την ήττα του κοινωνικού καπιταλισμού από τον μονοπωλιακό, είτε τη «λεηλασία» κάποιων επιχειρήσεων (ιδίως των κερδοφόρων κοινωφελών), είτε τη «συμπίεση» των αμοιβών των εργαζομένων (στο ύψος του κινεζικού «προτύπου»), είτε άλλους.      

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ το 2010, πάντα όμως επίκαιρο