ΜΑΡΙΛΗ ΜΑΡΓΩΜΕΝΟΥ: «Φεύγοντας κλείδωσα και την πόρτα…»

«Φεύγοντας κλείδωσα και την πόρτα…»

ΜΑΡΙΛΗ ΜΑΡΓΩΜΕΝΟΥ

Ο Μοχάμεντ και η Νισρί με τα δύο τους παιδιά εγκατέλειψαν τη Χάφερ, μία μικρή πόλη έξω απ’ τη Δαμασκό για ένα καλύτερο αύριο.

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Ηταν γείτονες, έμεναν δύο σπίτια μακριά. Η δική του οικογένεια ήταν πλούσια, είχε μαγαζιά στην πόλη, αλλά τη μητέρα του δεν την ένοιαζαν τα λεφτά. Ο γιος της, στα 21 πια, ήταν όλη μέρα έξω, είχε το μυαλό του στ’ αυτοκίνητα και τις βόλτες. Αντίθετα, το κορίτσι απ’ το παραδίπλα σπίτι φαινόταν πολύ προκομμένο. Οταν πέρναγε απ’ την πόρτα τους, η μητέρα του έβλεπε πώς την κοίταζε ο γιος της. Ισως γιατί είχε αυτά τα μεγάλα γαλάζια μάτια που την έκαναν να δείχνει πάντα γελαστή. Εκείνη βέβαια, ούτε βλέμμα δεν έριχνε – ήταν δεν ήταν 16 χρόνων. Η μητέρα του νεαρού δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Δύο σπίτια δρόμος. Βρήκε τη μάνα της κοπέλας. «Να γνωριστούν τα παιδιά. Κι αν ταιριάξουν, πάμε παρακάτω».

Η μητέρα της μικρής, της είπε τα νέα την ίδια μέρα. «Βέβαια τον έχω δει», απάντησε εκείνη. Γελούσε ολόκληρη τώρα. Ο νεαρός ήταν όμορφο αγόρι. Ολοι στη γειτονιά ήξεραν πως ό,τι έβαζε στο μυαλό του θα έβρισκε τον τρόπο να το κάνει. «Ναι, θέλω πολύ να γνωριστούμε». Στη μικρή τους πόλη, το γλέντι του γάμου το θυμούνται όλοι. Αργά το βράδυ, κρατιόντουσαν απ’ το χέρι όταν μπήκαν στο καινούργιο σπίτι τους.

«Παραείναι μεγάλο», έκανε εκείνος. «Θα το γεμίσουμε παιδιά», του είπε η κοπέλα. «Θα σε κάνω πολύ ευτυχισμένη», της απάντησε ο νεαρός.

20 χρόνια μετά…

Αυτή είναι η ιστορία των δύο ανθρώπων που έχω απέναντί μου. Μόνο που συνέβη είκοσι χρόνια πριν. Η ιστορία τους θα μπορούσε να είναι η ιστορία ενός ζευγαριού στην Ελλάδα του ’80, στα Ιωάννινα, στην Καλαμάτα ή στη Φλώρινα. Οσο οικεία κι αν μοιάζει όμως, η ιστορία του Μοχάμεντ και της Νισρί συνέβη 2.500 χιλιόμετρα μακριά: σε μια μικρή πόλη που τη λένε Χάφερ κι είναι έξω απ’ τη Δαμασκό, στη Συρία.

Αν πατήσετε τώρα «Χάφερ» (Hafir) στο Google, το πρώτο βίντεο που θα δείτε θα έχει τίτλο «τρομοκράτες ανατινάζουν ένα τανκ». Ενας άνδρας κρατά ένα ρουκετοβόλο, άνθρωποι φωνάζουν, οι κραυγές χάνονται στον ήχο της ρουκέτας. Τα σπίτια στο βάθος διαλυμένα, ο άνδρας με το ρουκετοβόλο πισωπατά, φαίνεται τώρα πως είναι μέσα σ’ έναν κήπο. Ενας μπλε φράχτης και τρία, τέσσερα δέντρα στέκουν ακόμα.

Η Νισρί μου διηγείται πως από το παράθυρό στο δωμάτιό της έβλεπε δέντρα, γιατί έξω από το σπίτι τους ήταν ένα ήσυχο δρομάκι όλο πρασινάδα. Αυτό μου το λέει στον Πειραιά, καθισμένη στο πάτωμα σ’ έναν επιβατικό σταθμό που δεν έχει ούτε έναν επιβάτη, αλλά μονάχα μια θάλασσα από πρόσφυγες απλωμένη παντού. Η Νισρί και ο Μοχάμεντ έχουν πιάσει μια γωνία και κάθονται εκεί μαζί με το Χασμ, τον γιο τους που είναι τώρα 12 χρόνων και τη μικρή τους, τη Λενίς, που είναι 7. «Αυτό είναι το σπίτι μας για τώρα», μου λέει ο Μοχάμεντ. «Ελα, κάτσε». Μου δείχνει το χαλάκι που έχουν στρωμένο κάτω. Βγάζω τα παπούτσια και κάθομαι, σα να περνώ το κατώφλι σπιτιού αληθινού.

Ρωτάω τη Νισρί πώς πέρασαν το Αιγαίο. «Με 700 δολάρια ο καθένας μας, και από 350 τα παιδιά», μου λέει. «Απ’ την Τουρκία φύγαμε τρεις το πρωί, και στις έξι, επτά, φτάσαμε στη Λέρο». Ολα αυτά η Νισρί τα λέει χωρίς ένταση, σα να μιλά για κάποιου άλλου το ταξίδι. Μου λέει για τους ανθρώπους που τους εκμεταλλεύτηκαν στον δρόμο: για τους Ελληνες που ζητούσαν από τον Μοχάμεντ λεφτά για να φορτίσει το κινητό του, για τα μπουκαλάκια με νερό που ζήτησε η Λενίς όταν πάτησαν στη Λέρο και τους τα πούλησαν τρία ευρώ το ένα. Η φωνή της ζωντανεύει μόνο όταν μου μιλάει για εκείνους που τους βοήθησαν. Για τη γιαγιά από τη Λέρο που τους έβαλε στο σπίτι της και έφερε στα παιδιά φαγητό σε πιάτα κανονικά να φάνε. Και για τον ταξιτζή που δεν τους πήρε λεφτά. «Εσείς θα τα χρειαστείτε πιο πολύ από μένα», τους είπε.

Τη ρωτάω πώς ήταν η ζωή τους πριν. «Οπως μου το είχε πει ο Μοχάμεντ», απαντά. «“Θα σε κάνω ευτυχισμένη”». Στα τέσσερα δωμάτια εκείνου του σπιτιού, η Νισρί πέρασε υπέροχα χρόνια. Στο τραπέζι τους τις Κυριακές υπήρχε πάντα αρνί με πιλάφι – η σπεσιαλιτέ της. Τα Σαββατοκύριακα πήγαιναν όλοι μαζί βόλτες με το τζιπάκι της οικογένειας, ένα Χόντα που σκαρφάλωνε παντού.

Είχαν κομπιούτερ, κινητά, μια μεγάλη τηλεόραση στο σαλόνι και φίλους που έρχονταν να δουν ταινίες. Γιατί ο Μοχάμεντ τα μαγαζιά του πατέρα του τα απογείωσε. Ως τα 35 του είχε στήσει ένα μεσιτικό γραφείο, ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα και ένα σούπερ μάρκετ. Κι όταν γύριζε σπίτι, τον περίμενε η μεγάλη του κόρη, η Μαράχ, ο μικρός διαβολάκος, ο Χασμ, και το μωρό τους, η Λενίς. Και βέβαια, η γυναίκα του, η Νισρί με τα μεγάλα μπλε μάτια.

Στο κινητό μου δείχνω στη Νισρί τον χάρτη της Συρίας. Της ζητάω να μου δείξει από πού πέρασαν για να πάνε από το Χάφερ, την πόλη τους, στην Αντιόχεια της Τουρκίας, αλλά εκείνη όταν βλέπει το Χάφερ ανοίγει με τα δάκτυλα την εικόνα όσο μπορεί. Στον δορυφορικό χάρτη βλέπω σπιτάκια, δρόμους, μικρούς κήπους. «Εδώ», μου λέει. «Το σπίτι σας;». «Οχι, η μαμά μου. Η μαμά μου είναι ακόμα εδώ».

Ο Μοχάμεντ ακούει τη φωνή της που σπάει. «Χομς», λέει και δείχνει το κινητό μου. Της ζητεί να μου δείξει την πόλη Χομς, τον πρώτο τους σταθμό στο ταξίδι. Η Νισρί επανέρχεται. «Ναι», λέει. «Ετσι πήγαμε. Πρώτα στη Χομς, μετά στη Χαμά, μετά στο Ιντλέμπ». Οι πόλεις δεν χωρούν στην οθόνη του κινητού. Τετρακόσια χιλιόμετρα δρόμος. «Με λεωφορείο, με τα πόδια, με ό,τι υπήρχε. Οταν φτάσαμε στο Ιντλέμπ νομίζαμε πως πέρασαν τα δύσκολα.

Ποιος να φανταζόταν;». Εκείνο το βράδυ ένα αυτοκίνητο τους πήγε ώς τα σύνορα. Ο οδηγός τους είπε «Καλή τύχη», κι έφυγε. «Και τώρα;», ρώτησε ο Χασμ τον πατέρα του. «Τώρα τα βουνά παιδί μου», του είπε εκείνος.

«Απ’ ό,τι ζήσαμε, ακόμα κι απ’ το Αιγαίο, τα βουνά ήταν το χειρότερο», λέει η Νισρί. Ο Χασμ δίπλα της, 12 χρόνων πιτσιρίκος, μου δείχνει με τα χεράκια του πως δεν περπατούσαν, σκαρφάλωναν στις πέτρες. Υστερα βάζει το δάκτυλο στο στόμα του, να μου δείξει πως έπρεπε να κάνουν σιωπή. «Αν μας άκουγαν, αν μας έβλεπαν, θα μας σκότωναν», λέει η Νισρί. «Φοβόσασταν;», τη ρωτάω.

Ο Χασμ την προλαβαίνει. «Οχι!» λέει δυνατά και κουνάει το κεφαλάκι του πέρα – δώθε. «Δηλαδή δεν έκλαψες καθόλου;». «Ποτέ!», φωνάζει και πετιέται όρθιος. Ο μπαμπάς του τον αγκαλιάζει και γελάει, αλλά η μικρή, η Λενίς τον τραβάει απ’ το μανίκι. Κάτι του ζητεί. Η Νισρί ανοίγει μια τσάντα, βγάζει ένα μπαλόνι και της το δίνει. Επτά χρόνων, χωρίς σπίτι, παγιδευμένη σε κάποια άκρη του κόσμου. Η Λενίς φουσκώνει το μοβ μπαλόνι της και μοιάζει τόσο ευτυχισμένη, σα να της χάρισαν το σύμπαν.

«Φεύγοντας, κλείδωσα…»

«Οταν φύγαμε απ’ το σπίτι κλείδωσα την πόρτα», λέει η Νισρί. «Και πού κλείδωσα;». Ο πόλεμος είχε μπει ήδη στο σπίτι. Τα τελευταία πέντε χρόνια, δεν υπήρχε τρόπος να δουλέψεις. «Επεφταν βόμβες στην αυλή».

«Γι’ αυτό φύγατε;», τη ρωτάω. «Ισως να μην το πιστέψεις, αλλά δεν τις φοβόμασταν πια τις βόμβες. Υπάρχουν χειρότερα πράγματα κι απ’ αυτές. Πάντα υπάρχουν χειρότερα πράγματα. Εμείς φύγαμε για να μη μας πάρουν τους ανθρώπους μας». Μου εξηγεί πως οι στρατιώτες έρχονταν κι έπαιρναν τους άνδρες να τους στείλουν στον πόλεμο. Τις γυναίκες που διαμαρτύρονταν τις έκλειναν στη φυλακή. «Πήραν τον άνδρα της Μαράχ, της μεγάλης κόρης μου», λέει η Νισρί. Κι έτσι, η Μαράχ που είναι τώρα 20 χρόνων, έμεινε πίσω. Μαζί με τη γιαγιά της, τη μάνα της Νισρί.

Γι’ αυτούς που έφυγαν, μέσα σε μια νύχτα άλλαξαν όλα. «Από εκείνο το βράδυ είμαστε τέσσερις οικογένειες που ταξιδεύουμε μαζί», κάνει η Νισρί. Της λέω πως ίσως να ήταν πιο εύκολο να προχωρήσει κάθε οικογένεια χωριστά. «Οχι», μου λέει. Μου δείχνει τους ανθρώπους στα διπλανά χαλιά. «Αυτοί που βλέπεις είμαστε η γειτονιά μας. Τα διπλανά σπίτια.

Οσο είμαστε όλοι μαζί, δεν θα ξεχάσουμε τίποτε». Τη ρωτάω τι εννοεί. «Τα μικρά πράγματα», μου λέει. «Ποιοι ήμασταν. Πώς ζούσαμε. Δεν είμαστε πρόσφυγες, είμαστε ο Μοχάμεντ που έχει το μαγαζί με τ’ αυτοκίνητα, και η Νισρί που ζει στο σπίτι με τα μεγάλα παράθυρα. Κι ο Χασμ που είναι λιγάκι άτακτος, και η Λενίς που είναι πάντα ντροπαλή. Ξέρεις τι εύκολα τα ξεχνάς όλ’ αυτά όταν σε κοιτάζουν οι άνθρωποι σαν ξένο σώμα;».

Έντυπη K