Ο γρίφος των αρνητικών επιτοκίων

Η Γερμανία έχει συσσωρεύσει από το 2008 έως το 2015 περισσότερα πλεονάσματα, από όσα σε ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία της – ενώ θέλει να μετατρέψει τις εξ αυτών χρηματικές απαιτήσεις της, σε ακίνητη περιουσία.

http://www.analyst.gr/

Εν πρώτοις είναι φανερό πως τα αρνητικά επιτόκια ζημιώνουν τους δανειστές (καταθέτες), επειδή δεν εισπράττουν τόκους για τα χρήματα τους – ενώ ωφελούν τους δανειολήπτες, αφού πληρώνουν λιγότερα για τις οφειλές τους. Παραδόξως όμως, όλες εκείνες οι χώρες που έχουν υιοθετήσει τα αρνητικά επιτόκια, όπως η Ευρωζώνη, η Δανία, η Ελβετία, η Σουηδία και πρόσφατα η Ιαπωνία, ανήκουν στους καθαρούς δανειστές – λόγω του ότι χαρακτηρίζονται από πλεονασματικά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών.

Γιατί το κάνουν; Επειδή δεν θέλουν να ανατιμηθούν τα νομίσματα τους, οπότε να συνεχίσουν να παράγουν πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους – να στηρίξουν δηλαδή την ανάπτυξη τους εις βάρος των συνήθων υποζυγίων, όπως είναι οι ελλειμματικές χώρες, με πρώτη όλων τις Η.Π.Α.

Όσον αφορά τη «δικαιολογία» τους, σύμφωνα με την οποία ο στόχος τους είναι η αύξηση των δαπανών των Πολιτών τους, επειδή δεν θα τους συμφέρει να αποταμιεύουν τα χρήματα τους, είναι έωλη – αφού, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Ένα επόμενο στοιχείο που πρέπει να γνωρίζει κανείς είναι το ότι, σε μία κλειστή οικονομία υπάρχει ένας οφειλέτης για κάθε δανειστή. Επομένως, όλες εκείνες οι ζημίες των δανειστών από τα χαμηλά επιτόκια, εξισορροπούνται από τα ισόποσα κέρδη των οφειλετών – οι οποίοι έτσι διευκολύνονται, σε σχέση με τη μείωση των χρεών τους (χρηματοπιστωτική καταστολή).

Επειδή όμως οι σημερινές οικονομίες δεν είναι κλειστές, σε μία πλεονασματική χώρα, η οποία χαρακτηρίζεται από μία υψηλή καθαρή θέση σε ξένα περιουσιακά στοιχεία, υπάρχουν περισσότεροι δανειστές από οφειλέτες – ενώ σε μία ελλειμματική συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Επομένως, η αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής, στο κάτω μέρος του φάσματος των επιτοκίων, θα έπρεπε να διαφοροποιεί τους δανειστές από τους οφειλέτες – ενώ απέναντι στο παγκόσμιο χρέος που υπερβαίνει τα 200 τρις $, υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία (δανειστές) αντίστοιχου μεγέθους.

Μέχρι πρόσφατα δεν ήταν σημαντική η παραπάνω διαφοροποίηση στα επιτόκια – επειδή οι καθαρές θέσεις σε ξένα περιουσιακά στοιχεία, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, ήταν συνήθως χαμηλές. Σήμερα όμως η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό στις βιομηχανικές χώρες – γεγονός που έχει συμβάλλει στην αύξηση των χρεών που οδήγησε μεν στην κρίση του 2008, χωρίς όμως να σταματήσει την περαιτέρω άνοδο τους.

Με απλά λόγια, η ελλειμματική Ελλάδα υπερχρεώθηκε σε τέτοιο βαθμό, επειδή δανειζόταν από την πλεονασματική Γερμανία, διευκολυνόμενη από την βρώμικη πολιτική επιτοκίων της ΕΚΤ – οπότε η καθαρή θέση της Γερμανίας σε ελληνικά περιουσιακά στοιχεία αυξανόταν. Εάν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η Ελλάδα δεν θα είχε τη δυνατότητα να δανεισθεί, οπότε τα χρέη της θα ήταν αναγκαστικά χαμηλότερα.

Επειδή τώρα η Γερμανία φοβάται πως θα χάσει τα χρήματα της, τα οποία μετέφερε μεν από τις τράπεζες της στο κράτος (δανειακές συμβάσεις μνημονίων), αλλά συνεχίζουν φυσικά να υπάρχουν, θέλει να τα μετατρέψει σε ακίνητη περιουσία – γεγονός που επεξηγεί την επιμονή της για ιδιωτικοποιήσεις εκ μέρους της Ελλάδας (ήδη στο Υπέρ-ταμείο, στο οποίο έχει μεταφερθεί η δημόσια περιουσία μαζί με τα ενεργειακά μας αποθέματα, έχει επιβληθεί ξένη διοίκηση), καθώς επίσης για την απελευθέρωση των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων.

.

Οι ασυμμετρίες           

Περαιτέρω, παρά το ότι οι ανισορροπίες στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών έχουν περιορισθεί μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, δεν έχουν αντιστραφεί – γεγονός που σημαίνει πως οι πλεονασματικές χώρες συνεχίζουν να αυξάνουν τις δανειακές θέσεις τους, με αποτέλεσμα να ανοίγεται η ψαλίδα εις βάρος των ελλειμματικών. Μοναδική εξαίρεση τα κράτη εξαγωγής ενέργειας, όπως η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία, τα πλεονάσματα των οποίων μειώθηκαν κατακόρυφα λόγω της πτώσης των τιμών – οπότε περιορίστηκε αντίστοιχα ο δανεισμός τους σε ξένες χώρες.

Οι ανισορροπίες αυτές δεν συναντώνται μόνο διεθνώς αλλά, επίσης, εντός της Ευρωζώνης – η οποία, παρά το ότι στο σύνολο της είναι πλεονασματική, συμπεριλαμβάνει αρκετές ελλειμματικές χώρες (άρα οφειλέτες). Ορισμένες βέβαια από αυτές, όπως η Ισπανία, εγγράφουν ήδη μικρά πλεονάσματα στα ισοζύγια τους – κάτι που όμως δεν αλλάζει την εικόνα, επειδή οι παραδοσιακές πλεονασματικές χώρες (οι δανείστριες), όπως η Γερμανία, αυξάνουν πολύ περισσότερο τα πλεονάσματα τους.

Ως εκ τούτου, οι ασυμμετρίες μεγεθύνονται – ειδικά σε σχέση με τη Γερμανία τα πλεονάσματα της οποίας μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση έχουν αυξηθεί κατακόρυφα (στο 8% πρόσφατα).

Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, η Γερμανία έχει συσσωρεύσει μέσα σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα (2008 – 2015) περισσότερα πλεονάσματα, από όσα σε ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία της – ενώ, εάν συνεχιστεί η ίδια τάση, ο καθαρός δανεισμός της προς τις άλλες χώρες θα αυξηθεί από το 60% του ΑΕΠ της στο 100% (γράφημα, από το οποίο τεκμηριώνεται πως η αύξηση των πλεονασμάτων της Γερμανίας και των ελλειμμάτων της Ισπανίας, ξεκίνησαν μετά την υιοθέτηση του ευρώ το 2001).

.

ΓΡΑΦΗΜΑ - Γερμανία, πλεόνασμα

.

Συνεχίζοντας, οι μεγάλες ελλειμματικές χώρες, όπως οι Η.Π.Α. και η Μ. Βρετανία, οι οποίες είναι εκ των πραγμάτων ταυτόχρονα οφειλέτες, δεν έχουν υιοθετήσει αρνητικά επιτόκια – ενώ, αντίθετα, η Fed είναι η πρώτη κεντρική τράπεζα που ξεκίνησε να τα αυξάνει, για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια. Εν τούτοις, δεν φαίνεται να έπεισε πως η αιτία της αύξησης τους, ο ανοδικός ρυθμός ανάπτυξης των Η.Π.Α., ήταν πραγματική – με αποτέλεσμα να επικρατήσει ο φόβος στις χρηματαγορές, με τις γνωστές συνέπειες.

Ως εκ τούτου, ξεκίνησαν οι συζητήσεις σχετικά με την πιθανότητα να υιοθετήσει και αυτή τα αρνητικά επιτόκια (πηγή) – όπως επίσης οι υπόλοιπες ελλειμματικές χώρες. Κάτι τέτοιο όμως θα οδηγούσε στην επιταχυνόμενη αύξηση των χρεών τους, αφού θα διευκόλυνε το δανεισμό τους – ενώ τα πλεονεκτήματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, λόγω της υποτίμησης του εκάστοτε νομίσματος, δεν θα ήταν μεγάλα, όπως αποδείχθηκε από την Ιαπωνία, μετά την πρόσφατη υιοθέτηση των αρνητικών επιτοκίων.

Εν προκειμένω, μετά από την αρχική υποτίμηση του γεν, επειδή οι τοποθετήσεις σε αυτό ήταν λιγότερο ελκυστικές λόγω των αρνητικών επιτοκίων, η τάση αντιστράφηκε μετά από λίγες ημέρες – αφού εξουδετερώθηκε από την ανάλογη πολιτική των άλλων χωρών.

Τα αποτελέσματα των αρνητικών επιτοκίων
Περαιτέρω, οι προοπτικές μείωσης των επιτοκίων είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων – όπως των δεκαετών στις Η.Π.Α. από το 2,4% στο 1,7%, της Γερμανίας από το 0,90% στο 0,20% κοκ. Όλες οι συζητήσεις δε που αφορούν την απαγόρευση ή τη μείωση της χρήσης των μετρητών, έχουν σχέση με τα αρνητικά επιτόκια – επειδή, σε μία τέτοια περίπτωση, οι καταθέτες θα προτιμούσαν να κρατήσουν τα χρήματα τους σπίτι τους, αντί να πληρώνουν τις τράπεζες για να τα φυλάσσουν ή/και να αγοράσουν χρυσό (κάτι που ίσως επεξηγεί την πρόσφατη άνοδο της τιμής του, ειδικά τη μεγάλη αύξηση της ζήτησης σε φυσικό χρυσό).

Εν τούτοις, τα αρνητικά επιτόκια δεν έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα στις πλεονασματικές χώρες που υιοθετούνται – την αύξηση της εγχώριας ζήτησης δηλαδή, η οποία θα προκαλούσε την άνοδο των επενδύσεων, με αποτέλεσμα να περιορίζεται ο δανεισμός στα ξένα κράτη.

Αντίθετα, οι Πολίτες τους μειώνουν την κατανάλωση και αυξάνουν τις αποταμιεύσεις τους – επειδή υπολογίζουν πως τα μελλοντικά εισοδήματα τους θα είναι μικρότερα, λόγω της μη είσπραξης τόκων. Επομένως, τα πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους αυξάνονται, οπότε και τα δάνεια τους στο εξωτερικό. Εκτός αυτού, συνεχίζεται η υπερχρέωση του ιδιωτικού τους τομέα – η οποία είναι τεράστια σε χώρες, όπως η Σουηδία, η Δανία κοκ.

.

Ευρώπη, ιδιωτικός τομέας - η εξέλιξη του ιδιωτικού χρέους σε ορισμένες χώρες, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.

.

Ένα επόμενο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν προέρχεται από τις εμπορικές τράπεζες – οι οποίες αδυνατούν πλέον να κερδίσουν από τη διαφορά των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, αφού είναι πια μηδαμινή.Κάποια στιγμή λοιπόν θα αναγκασθούν να αυξήσουν τα επιτόκια των πιστώσεων, καθώς επίσης των ενυπόθηκων δανείων τους  – ειδικά όταν θα σταματήσουν να κερδοσκοπούν στα χρηματιστήρια, λόγω της αύξησης του ρίσκου.

Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα επιβράδυνε την παγκόσμια ανάπτυξη, θα δημιουργούσε προβλήματα στους δανειολήπτες, θα αύξανε τις επισφάλειες των τραπεζών κοκ. – γεγονός που επεξηγεί εν μέρει την πτώση των τιμών των τραπεζικών μετοχών.

.

Επίλογος

Συμπερασματικά λοιπόν, το παγκόσμιο πρόβλημα της υπερχρέωσης δεν λύνεται με τα αρνητικά επιτόκια αλλά, αντίθετα, επιδεινώνεται – μαζί με τις οικονομικές ασυμμετρίες και τις αντιπαραθέσεις μεταξύ δανειστών και οφειλετών.

Εάν λοιπόν δεν επιδιωχθεί μία παγκόσμια διάσκεψη, με θέμα τη διαγραφή μέρους των χρεών, το αποτέλεσμα θα είναι ως συνήθως ένας επόμενος παγκόσμιος πόλεμος – ο οποίος ευρίσκεται εν εξελίξει, επειδή οι ελίτ προτιμούν τη σύρραξη από την απώλεια των χρημάτων τους (άρθρο).

.