Ο αναβαλλόμενος φόρος (Deferred Tax Credit – DTC) αποτελεί μία από τις κύριες προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες, ειδικά μετά την κρίση χρέους της περασμένης δεκαετίας. Ο φόρος αυτός προέκυψε ως μηχανισμός στήριξης των τραπεζών, που επιτρέπει τη μεταφορά ζημιών από το παρελθόν για να συμψηφιστούν με μελλοντικά κέρδη, απαλλάσσοντάς τις ουσιαστικά από την καταβολή φόρων κατά τις κερδοφόρες χρήσεις. Ωστόσο, το υψηλό μερίδιο του DTC στα εποπτικά τους κεφάλαια παραμένει ένα σοβαρό ζήτημα για την ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων και προκαλεί ανησυχίες στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τον SSM.
Σήμερα, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ανέρχονται σε περίπου 12,5 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50% των ιδίων κεφαλαίων των συστημικών τραπεζών. Σύμφωνα με τους τρέχοντες κανονισμούς, η πλήρης αποσβέση αυτών των απαιτήσεων αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το 2040, κάτι που όμως θεωρείται ιδιαίτερα μακροπρόθεσμο και αναποτελεσματικό για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών στο παρόν.
Η ρεαλιστική λύση που συζητείται αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με πηγές κοντά στις διαπραγματεύσεις, είναι οι τράπεζες να προχωρήσουν σε ταχύτερη απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου. Αυτή η κίνηση θα απαιτήσει την αύξηση της ετήσιας απόσβεσης από τα περίπου 700 εκατ. ευρώ σε πάνω από 1,2 δισ. ευρώ, αξιοποιώντας την κερδοφορία που έχουν αρχίσει να ανακτούν οι ελληνικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια. Η ταχύτερη αποσβέση θα μπορούσε να ολοκληρωθεί πριν το 2040, πιθανότατα στις αρχές της δεκαετίας του 2030, προσφέροντας μεγαλύτερη ευελιξία και βελτιώνοντας την ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών.
Η Τράπεζα της Ελλάδος και ο SSM έχουν ήδη ενημερωθεί για τα σχέδια των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες θα παρουσιάσουν επίσημα τις προτάσεις τους το επόμενο διάστημα. Παράλληλα, υπάρχει πρόταση για μεγαλύτερη μερισματική πολιτική από τις τράπεζες, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταφέρουν να μειώσουν το DTC σε συντομότερο χρονικό διάστημα. Οι τράπεζες ελπίζουν ότι με την έγκριση της Φρανκφούρτης θα μπορέσουν να αυξήσουν το ποσοστό επιστροφών στους μετόχους τους, το οποίο σήμερα ανέρχεται στο 25% των κερδών, σε 40% το 2024 και στο 70% τα επόμενα χρόνια.